- συμφωνικός
- η , ό[ν]1) муз. симфонический;
συμφωνική ορχήστρα — симфонический оркестр;
2) грам, согласный;συμφωνικό σύμπλεγμα — сочетание, комбинация согласных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφωνική ορχήστρα — симфонический оркестр;
συμφωνικό σύμπλεγμα — сочетание, комбинация согласных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που … Dictionary of Greek
συμφωνικός — ή, ό 1. (γραμμ.), αυτός που αναφέρεται στα σύμφωνα: Τα συμφωνικά συμπλέγματα μπ, ντ, γκ, όταν είναι ρινικά, χωρίζονται στο συλλαβισμό. 2. (μουσ.), αυτός που αναφέρεται στη μουσική συμφωνία: Τη συμφωνική ορχήστρα θα τη διευθύνει ο γνωστός μαέστρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνιακός — ή, όν, Α [συμφωνία] 1. συμφωνικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή ποικιλία τού φυτού υοσκύαμος … Dictionary of Greek
Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… … Dictionary of Greek